- επόψιμος
- ἐπόψιμος, -ον (Α) [έποψη]εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπόψιμον — ἐπόψιμος that can be looked on masc/fem acc sg ἐπόψιμος that can be looked on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)